κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
ντον — I (Don). Ποταμός (1.963 χλμ.) της Ρωσίας. γνωστός στην αρχαιότητα ως Τάναϊς. Ρέει στο δυτικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας και έχει υδρογραφική λεκάνη 420.000 τ. χλμ. Πηγάζει από το Κεντρικό Ρωσικό Υψίπεδο στα ΒΔ του Νοβομοσκόφσκ (πρώην… … Dictionary of Greek
ρεν — (Rennes). Πόλη της Γαλλίας (κάτ. …), πρωτεύουσα του νομού Ιλ και Βιλέν (έκταση 6775 τ. χλμ., κάτ. …). Η πόλη χωρίζεται σε παλαιά και σε νέα. Η νέα έχει δρόμους μεγάλους και σύγχρονες πολυκατοικίες ενώ η παλαιά, που ανοικοδομήθηκε το 1720 ύστερα… … Dictionary of Greek
Βρετάνη — (Bretagne). Διοικητική περιφέρεια (27.209 τ. χλμ., 2.906.197 κάτ. το 1999) της βορειοδυτικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί περίπου με την ομώνυμη χερσόνησο και βρέχεται από τα νερά της Μάγχης (κόλπος Σεν Μαλό) στα Β και του Ατλαντικού στα Δ και Ν.… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κυπαρισσία — I Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 50 μ., 4.894 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην ακτή του Ιονίου πελάγους, 65 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Το τμήμα της Κ. με την … Dictionary of Greek
Περό, Ζιλ — (Perrot, Λιόν 1810 – Παραμέ, Ιλ και Βιλέν 1892). Γάλλος χορευτής και χορογράφος. Σπούδασε στη σχολή του Βεστρίς, συναγωνίστηκε ως χορευτής με την Ταλιόνι, την Τσερίτο, τη Γκρίζι (που αγάπησε με πάθος), την Έλσλερ, με τις οποίες χόρεψε ως παρτενέρ … Dictionary of Greek